- απασβεστώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, κάνω κάτι με τη φωτιά ασβέστη: Η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που απασβεστώθηκαν και τα αγκωνάρια του σπιτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απασβεστώνω — 1. μεταβάλλω ασβεστόλιθο σε άσβεστο με καύση 2. κάνω απασβέστωση, αφαιρώ από μέσα την άσβεστο … Dictionary of Greek